Η ψωρίαση είναι μία χρόνια, φλεγμονώδης, αυτοάνοση νόσος του δέρματος αγνώστου αιτιολογίας, που σχετίζεται με ουσιώδη συννοσηρότητα. Είναι πολυπαραγοντική νόσος, οφείλεται σε κληρονομικούς, αυτοάνοσους και περιβαλλοντικούς παράγοντες.
Υπάρχουνε δύο τύποι ψωρίασης:
ΤΥΠΟΣ Ι: Αφορά νέα άτομα με θετικό οικογενειακό ιστορικό, που εμφανίζουν βαρύτερη κλινική εικόνα.
ΤΥΠΟΣ ΙΙ: Αφορά άτομα 50-60 ετών χωρίς οικογενειακό ιστορικό ψωρίασης, που εμφανίζουν συνήθως ήπια συμπτωματολογία.
Προσβάλλονται εξίσου και τα δύο φύλα και η συνήθης ηλικία έναρξης είναι 20-35 ετών, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία. Προσβάλλει το 1-4% του πληθυσμού, ανάλογα με τη φυλή.
Χαρακτηρίζεται από υπέρμετρο πολλαπλασιασμό των κερατινοκυττάρων (μειώνεται ο κύκλος ζωής τους από 28 ημέρες σε 4 ημέρες), υπερπλασία των αγγείων και λεμφοκυτταρική διήθηση.
Συνήθεις συννοσηρότητες είναι η ψωρισιακή αρθρίτιδα, οι ψυχιατρικές διαταραχές και οι φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου. Επίσης, σχετίζεται με καρδιαγγειακές παθήσεις και το μεταβολικό σύνδρομο (παχυσαρκία, σακχαρώδης διαβήτης, υπέρταση), με αποτέλεσμα την αύξηση της νοσηρότητας και της θνητότητας. Η συσχέτιση της ψωρίασης με τις αναφερόμενες νόσους οφείλεται στο ότι μοιράζονται τον ίδιο παθογενετικό μηχανισμό, τη μεσολάβηση των Τ-βοηθητικών κυτοκινών τύπου 1.
Εκλυτικοί παράγοντες της νόσου είναι οι φυσικοί τραυματισμοί (σημείο Kobner), οι λοιμώξεις (βακτηριακές, μυκητισιακές), ορισμένα φάρμακα (b-blockers κ.ά.), διαταραχές του μεταβολισμού και των ορμονών, νευροψυχικές διαταραχές (άγχος, κατάθλιψη κ.ά.), το αλκοόλ και το κάπνισμα.
Υπάρχουν 8 κλινικές μορφές ψωρίασης:
- η κοινή κατά πλάκας ψωρίαση
- η σταγονοειδής ψωρίαση
- η φλυκταινώδης ψωρίαση
- η ερυθροδερμική ψωρίαση
- η ψωρίαση Von Zumbusch
- η συνεχής ακροδερματίτιδα του Hallepeau
- η αλλεργική-φλυκταινώδες εξάνθημα εκ βακτηριδίων (Andrew)
- η ψωρίαση μετά από τοπική θεραπεία
Η κατά πλάκας ψωρίαση χαρακτηρίζεται κλινικά από ερυθηματώδεις πλάκες καλυπτόμενες από αργυρόχροα λέπια.
Η σταγονοειδής από μικρές ερυθηματολεπιδώδεις πλάκες διάσπαρτες σε όλο το δέρμα.
Η φλυκταινώδης από φλυκταινίδια κυρίως σε παλάμες και πέλματα.
Η ερυθροδερμική από καθολική ερυθροδερμία και απολέπιση και συνοδεύεται, εάν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, από θνητότητα. Ενίοτε οι βλάβες συνοδεύονται από κνησμό.
Η κατά πλάκας ψωρίαση συνήθως εμφανίζεται σε: αγκώνες, γόνατα, οσφυοϊερή χώρα, μεσογλουτιαία πτυχή, ομφαλική χώρα, τριχωτό κεφαλής, όνυχες, γεννητικά όργανα, αλλά και σε όλο τον κορμό.
Χαρακτηριστικό των βλαβών είναι, ότι με την απόξεση των λεπιών με το ξέστρο του Brocq, τα επιφανειακά λέπια πέφτουν με τη μορφή σκόνης και παραμένουν τα βαθύτερα προσκολλημένα στο δέρμα. Με την αποκόλληση των λεπιών αυτών, εμφανίζονται μικρά σταγονίδια αίματος.
Το 10-30% των ασθενών με ψωρίαση εμφανίζει ψωρισιακή αρθρίτιδα συνήθως οροαρνητική, η οποία εκδηλώνεται με πόνο και οίδημα κυρίως των μικρών αρθρώσεων των άνω και κάτω άκρων και, σπανιότερα, της σπονδυλικής στήλης. Οι αρθρώσεις εμφανίζουν φλεγμονή, πόνο, αύξηση της θερμοκρασίας, ερυθρότητα και οίδημα. Η ψωρίαση προηγείται στο 65% των ασθενών, ενώ η ψωρισιακή αρθρίτιδα προηγείται της ψωρίασης στο 19% των ασθενών. Η ψωρισιακή αρθρίτιδα πρέπει να αντιμετωπιστεί έγκαιρα, διότι μπορεί να προκαλέσει δυσκαμψία, παραμόρφωση της άρθρωσης και αναπηρία.
Λόγω της συννοσηρότητας της ψωρίασης με άλλες παθήσεις, αλλά και της μείωσης της ποιότητας ζωής του ασθενούς, η ψωρίαση θα πρέπει να αντιμετωπίζεται όπως πολλές χρόνιες παθήσεις π.χ. το άσθμα, η υπέρταση, ο διαβήτης κ.ά. Δεν αποτελεί μόνο ένα απλό δερματικό νόσημα, αλλά μια συστηματική φλεγμονώδη νόσο.
Επίσης, οι ψωρισιακοί ασθενείς είναι περισσότερο επιβαρυμένοι ψυχολογικά συγκριτικά με αυτούς που πάσχουν από άλλες χρόνιες παθήσεις, π.χ. υπέρταση/άσθμα, λόγω του ότι η ψωρίαση είναι εμφανής. Για το λόγο αυτό παρατηρούνται υψηλά ποσοστά κατάθλιψης, αυτοκτονικού ιδεασμού και κοινωνικής απομόνωσης. Για τους λόγους αυτούς, θα πρέπει να διαγιγνώσκεται και να θεραπεύεται έγκαιρα.
Ανάλογα με το ποσοστό της επιφάνειας του σώματος που καταλαμβάνουν οι βλάβες, η κατά πλάκας ψωρίαση διακρίνεται στην ήπια, στη μέτρια και στη βαριά. Η θεραπεία εξαρτάται από το βαθμό βαρύτητας της νόσου, η οποία υπολογίζεται με βάση το PASIscore (δείκτης βαρύτητας της νόσου), το BSA (δείκτης επιφάνειας σώματος) και το DQLI (δερματολογικός δείκτης ποιότητας ζωής του ασθενούς). Η ήπια προσβάλλει το 2% του δέρματος, η μέτρια 2-10% και η βαριά πάνω από 10%.
Η ψωρίαση μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά με τις υπάρχουσες θεραπείες.
Η ήπια ψωρίαση θεραπεύεται με τοπικά φάρμακα (κορτικοστεροειδή, καλσιποτριόλη, ταζαροτένη, λιθανθρακόπισσα), η μέτρια με φωτοθεραπεία (PUVA, nbUVB) και ανοσοτροποποιητικά φάρμακα (κυκλοσπορίνη, ρετινοειδή, μεθοτρεξάτη) και η βαριά, που δεν ανταποκρίνεται στις συνήθεις θεραπείες, με βιολογικούς παράγοντες.
Οι ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται στις συνήθεις θεραπείες τοπικές ή συστηματικές ή εμφανίζουν παρενέργειες ή αντενδείξεις αντιμετωπίζονται με βιολογικούς παράγοντες.
Η ΨΩΡΙΑΣΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΕΤΑΔΟΤΙΚΗ ΝΟΣΟΣ, αλλά ταλαιπωρεί τον ασθενή και τους οικείους του. Σύμφωνα με μερικούς συγγραφείς, η ψωρίαση είναι «η μιζέρια που ταλαιπωρεί την ανθρωπότητα». Ο John Updike, επειδή ο ίδιος έπασχε από ψωρίαση, έγραψε: «Πνευματικά μιλώντας, η ψωρίαση είναι ταπεινωτική νόσος».